- ζωθάλμιος
- ζωθάλμιος, -ον (Α)αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα τής ζωής («ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -θαλμιος (< *θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιο-θάλμιος, πολυ-θάλμιος].
Dictionary of Greek. 2013.